- μοιχῷ
- μοιχάωhave dalliance withpres opt act 3rd sgμοιχάζωfut opt act 3rd sgμοιχόςadulterermasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μοιχώ — μοιχῶ, άω (ΑΜ [μοιχός] 1. μοιχεύω 2. είμαι άπιστος προς τον θεό, απιστώ αρχ. 1. ερωτοτροπώ, έχω τρυφερότητες, «ζαχαρώνω» ή, κατ άλλους, σφετερίζομαι την εξουσία κάποιου με δόλιο και πανούργο τρόπο («Κόνωνι δὲ εἶπεν ότι παύσει αὐτὸν μοιχῶντα τὴν… … Dictionary of Greek
μοιχῶ — μοιχάω have dalliance with pres imperat mp 2nd sg μοιχάω have dalliance with pres subj act 1st sg (attic epic ionic) μοιχάω have dalliance with pres ind act 1st sg (attic epic ionic) μοιχάω have dalliance with pres subj act 1st sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιχός — ο (ΑΜ μοιχός) αυτός που διαπράττει μοιχεία μσν. 1. αυτός που συνευρίσκεται με κοπέλα μικρής ηλικίας, διαφθορέας 2. αυτός που παραποιεί, που διαστρέφει κάτι μσν. αρχ. (για αρσενοκοιτία) εραστής, επιβήτορας αρχ. 1. αυτός που λατρεύει τα είδωλα,… … Dictionary of Greek